- μέλπηθρα
- μέλπηθρα, τὰ (Α)1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῑνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρασπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκη-θρο)].
Dictionary of Greek. 2013.